- ακριβοπληρώνω
- και ακριβοπλερώνω1. πληρώνω την αξία ενός πράγματος σε υψηλή τιμή, πληρώνω ακριβά, πολύ2. τιμωρούμαι αυστηρά για κάποιο παράπτωμά μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο-* + πληρώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριβοπληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. πληρώνω κάτι ακριβά: Το ύφασμα αυτό το ακριβοπλήρωσα. 2. τιμωρούμαι αυστηρά για κάποιο παράπτωμά μου: Το λάθος μου εκείνο το ακριβοπλήρωσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)